- σοβεντάρω
- Ν(για πλοίο) καταφεύγω σε απάνεμο μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλ. προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπηνεμούμαι — έομαι, Ν [υπήνεμος] ναυτ. πλέω απάνεμα σε ακτή ή προστατευμένος από άλλο πλοίο, κν. σοβεντάρω … Dictionary of Greek